ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΙΞΗΣ
Ο
γραπτός λόγος, ο οποίος έχει σκοπό να αποδώσει τον προφορικό λόγο, είναι
αδύνατο να καθρεφτίσει όλη την ποικιλία του χρωματισμού της φωνής μας. Για
αποφυγή της δυσκολίας αυτής χρησιμοποιούμε μερικά σημάδια, που μας βοηθούν να
ζωντανέψουμε ας πούμε ό,τι είναι γραμμένο, σταματώντας κατά το νόημα και
χρωματίζοντας τη φωνή μας. Τα σημάδια αυτά λέγονται σημεία στίξης από το αρχαίο
ελληνικό στίζω = κεντώ, χαράζω, τρυπώ, βάζω σημαδάκι. Αυτά είναι:
Η
τελεία (.), η άνω τελεία (∙), το κόμμα (,), το ερωτηματικό (;), το θαυμαστικό
(!), η διπλή τελεία(:), η παρένθεση ( ), οι αγκύλες [ ], τα αποσιωπητικά (...),
η παύλα (-), η διπλή παύλα (- -), τα εισαγωγικά (« »).
Η τελεία
Η
τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται
στο τέλος μιας περιόδου και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα:
Η
προηγούμενη διοίκηση καλείται να λογοδοτήσει για τις αυθαιρεσίες της.
Μετά
τον πόλεμο η χώρα ξενοκρατήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεν
θα έρθω, αποφάσισα. Δεν είναι πρωτότυπο
κάτι
να μη διαρκεί. [Ηχογράφηση φειδωλότητας, Κική Δημουλά]
Όταν
το σταμάτημα είναι ακόμη μεγαλύτερο και εκφράζουμε μια νέα ιδέα, όχι μόνο
σημειώνουμε τελεία, παρά αρχίζουμε και καινούρια παράγραφο.
Η
τελεία χρησιμοποιείται και για να δείξει μια συντομογραφία:
κ. = κύριος, Π.Δ. = Παλαιά Διαθήκη, 480 π.Χ. = προ Χριστού.
κ. = κύριος, Π.Δ. = Παλαιά Διαθήκη, 480 π.Χ. = προ Χριστού.
Εξαιρούνται
κάποιες συντομογραφίες, που δεν την παίρνουν: Α = Ανατολή.
Τελείες
σημειώνονται συχνά και σε αριθμούς μεγάλους,
ύστερα από κάθε τρία ψηφία μετρώντας από δεξιά: 13.831.010. Αυτό δεν
εφαρμόζεται στις χρονολογίες: 1821.
Η
τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ’ επιγραφές και σ’
επικεφαλίδες.
Σε
λογοτεχνικά κείμενα η τελεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία
σύντομου, κοφτού λόγου, που μεταδίδει την αίσθηση της εσωτερικής ταραχής και
της εξομολογητικής γραφής.
«Ανεβαίνω
στην Αθήνα. Για κακή μου τύχη ήταν η Ριγούλα εκεί. Του Χαρούλη. Με είδε. Τώρα
τι να κάνω. Πήγε η Ριγούλα το είπε στον Χαρούλη. Βάζω ένα μαντίλι. Ε, αυτοί,
αυτοί ήσανε. Αυτοί ξεσηκώσανε τον Νίκο μας. Τέλος πάντων.» [Ορθοκωστά, Θανάσης
Βαλτινός]
Η άνω τελεία
Η
άνω τελεία χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή απ’ ό,τι με την
τελεία και μεγαλύτερη απ’ ό,τι με το κόμμα. Η
άνω τελεία δε σηματοδοτεί το τέλος περιόδου, αλλά ημιπεριόδου.
Επιμένω
σ’ αυτό∙ δεν μπορούσε να με γελάσει∙ όλες μου οι αισθήσεις ήταν οπλισμένες, και
τα έβλεπα όσα μου συνέβαιναν με μάτι οξύτερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου. [Ο
Εξώστης, Νίκος Καχτίτσης]
Ειδικότερα
η άνω τελεία:
α) Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από
προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές χωρίζονται αναμεταξύ τους με κόμματα:
Του
Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο Αγαμέμνονας, οι
Χοηφόρες, οι Ευμενίδες∙ του Σοφοκλή, ο Αίας, η Ηλέκτρα, ο Φιλοκτήτης∙ του
Ευριπίδη, η Ανδρομάχη, η Εκάβη, οι Τρωάδες, η Ηλέκτρα, ο Ορέστης, η Ελένη, ο
Ρήσος και οι δύο Ιφιγένειες.
β) Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δύο μέρη
της που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως
όταν το δεύτερο επεξηγεί το πρώτο ή έρχεται σε αντίθεση μαζί του:
Αυτός
δεν ήτανε άνθρωπος∙ ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό. Μάνα ανθρώπου δεν
τον έκαμε∙ άνοιξε η γη κι ατόφιο τον ξετίναξε, σα να τη χτύπησε βροντή.
(Βλαχογιάννης)
Το κόμμα
Το
κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα
στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγαλύτερες
φράσεις για να δώσουμε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να βοηθήσουμε το σωστό
διάβασμα (λ.χ. σε κείμενα θεατρικά, βιβλία διδαχτικά) ή για να προκαλέσουμε
προσδοκία.
Το
κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο στίξης. Βοηθά σημαντικά να καταλάβουμε ένα
κείμενο, ενώ η κακή του μεταχείριση δημιουργεί συχνά παρανοήσεις. Δεν
πρέπει να γίνεται κατάχρησή του, συχνά όμως είναι απαραίτητο. Αναγράφονται
εδώ οι κυριότερες περιπτώσεις που πρέπει ή που μπορούμε να το χρησιμοποιούμε.
Το
κόμμα χρησιμεύει για να χωρίζουμε:
1. Μέσα στην πρόταση:
α) Όμοιους αναμεταξύ τους όρους, όταν τους
παραθέτουμε ασύνδετους. Οι όροι αυτοί μπορεί να είναι υποκείμενα,
κατηγορούμενα, επιθετικοί προσδιορισμοί, αντικείμενα ή ό,τι άλλο.
Γέροι,
γυναίκες, παιδόπουλα, όσοι δεν παίζουν με τ’ άρματα, βρίσκονται όλοι εδώ.
[Σουλιώτες, Μιχαήλ Περάνθης]
Το
νερό ήταν γλυκό, δροσερό, πεντακάθαρο. – Μας πρόσφερε ψωμί, σύκα, πορτοκάλια,
κρασί. (Καρκαβίτσας)
Αίφνης
ονειροδίαιτο, τρελά γενναίο, καλλονό, νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων [Το
τελευταίο σώμα μου, Κική Δημουλά]
Τη
μετοχική πρόταση τη χωρίζουμε με κόμματα μόνο όταν μπαίνει σαν επεξήγηση ή όταν
είναι μεγάλη:
Δεν
είναι δυνατό να περάσει έτσι όλη του τη ζωή, παίζοντας ή διασκεδάζοντας.
Κρατώντας
ανθισμένα κλαδιά μυγδαλιάς και πλήθος πολύχρωμα λουλούδια του βουνού στην
αγκαλιά της, μπήκε γελαστή μέσα στην κάμαρα.
Γράφουμε
όμως: Πηγαίνει κουτσαίνοντας. / Θέλοντας και
μη θα έρθει.
Και
τα ρήματα που έχουν το ίδιο υποκείμενο, όταν είναι ασύνδετα, χωρίζονται με
κόμμα:
Πηδάει
στη βάρκα, σηκώνει την άγκυρα, ανοίγει το πανί, κάθεται στο τιμόνι και βάζει
πλώρη για το αντικρινό νησί.
Ακούω
κούφια τα τουφέκια,
ακούω
σμίξιμο σπαθιών,
ακούω
ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω
τρίξιμο δοντιών. (Δ. Σολωμός)
Στην
απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν από το
τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ’
άλλα:
Με
αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα.
Αλλά
δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την
προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα:
Ένα
ωραίο άσπρο τριαντάφυλλο. / Με κέρασε κόκκινο παλιό κρασί.
Με
κόμμα χωρίζουμε την παράθεση και κάθε είδος επεξήγηση:
Άρχισε
μια βροχή, κατακλυσμός.
Ο
Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
Πήγε
περίπατο με τη θεία του, την αδερφή του πατέρα του.
β) Την κλητική:
Πήρα
το γράμμα σου, αγαπητέ μου Κώστα, και χαίρομαι που είσαι καλά.
Μάλιστα,
κύριε, ήμουν εκεί.
γ) Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό)
επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για να τη συνδέσει με τα
προηγούμενα:
Ναι,
θα φύγω. / Όχι, δε θέλω. / Καλά, θα σε ειδοποιήσω. / Τότε, θα συμφωνήσουμε
(δηλ. αφού είναι έτσι). / Έτσι, κανένας δεν ευχαριστήθηκε (δηλ. αφού έγινε
έτσι).
Όχι,
δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν
μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι
όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι,
δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα
δούλεψα πιστά τα διαλυτά. [Μεσιτείες, Κική Δημουλά]
2.
Μέσα στην περίοδο:
α) Μπορούμε να χωρίζουμε από τις κύριες τις
επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις – τις αιτιολογικές, τις τελικές
(εκτός όταν εισάγονται με το να), συμπερασματικές, υποθετικές, εναντιωματικές,
χρονικές ή που εισάγονται με το χωρίς να, ιδίως όταν αυτές προηγούνται ή όταν
είναι μεγάλες:
Δεν
πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.
Αν
θέλεις, έλα. / Αν νομίζεις πως αυτό θα ωφελήσει, γράψε του αμέσως.
Όταν
χάθηκε ο πατέρας, φρόντισε για όλα εκείνος.
Χωρίς
να το καταλάβω, μου πήραν το πορτοφόλι μου.
β) Χωρίζουμε πάντοτε τις προσθετικές αναφορικές
προτάσεις, που δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας:
Μίλησε
για την πατρίδα του, που μας ήταν άγνωστη.
Ο
αδερφός μου, που ξέρεις πόσο σε αγαπάει, χρειάζεται τώρα τη βοήθειά σου.
Δεν
τις χωρίζουμε, όταν αποτελούν αναγκαίο προσδιορισμό στον όρο που προσδιορίζουν:
Η
δύση που είδαμε χτες θα μας μείνει αξέχαστη.
Το
υλικό από το οποίο κατασκευάζονται οι στολές των πυροσβεστών έχει υποστεί
ειδική αντιπυρική επεξεργασία.
Οι
ζώνες ασφαλείας οι οποίες τοποθετούνται σήμερα στα αυτοκίνητα είναι πολύ πιο
εξελιγμένες τεχνολογικά από εκείνες των αεροπλάνων.
Πότε
θα κάνουμε το ταξίδι που με έταξες;
Η
ίδια αναφορική πρόταση έχει διαφορετικό νόημα σε μια φράση ως προσθετική από
ό,τι ως αναγκαίος προσδιορισμός:
Πέταξαν
τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει (προσθετική: Είχαν σαπίσει όλα τα ροδάκινα).
Πέταξαν
τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει (αναγκαίος προσδιορισμός: Είχαν σαπίσει μερικά,
και αυτά μόνο πέταξαν).
Τις
ειδικές, τις πλάγιες ερωτηματικές και τις ενδοιαστικές προτάσεις δεν τις
χωρίζουμε από τις κύριες:
Έγραψε
πως φτάνει σε δύο μέρες. / Είναι βέβαιο πως θα χιονίσει.
Δε
μου είπες αν γύρισε ο πατέρας. / Φοβάμαι μήπως βρούμε δυσκολίες.
Οι
προτάσεις αυτών των ειδών είναι ενωμένες στενά με την κύρια, καθώς υποκείμενο
και ρήμα, ρήμα και άμεσο αντικείμενο, ρήμα και επίρρημα.
Μόνο
όταν μια τέτοια πρόταση είναι επεξηγηματική, παίρνει κόμμα:
Αυτό
ποτέ δεν το άκουσα, πως βουλευτής παραιτήθηκε της αποζημίωσής του.
Χωρίζουμε
με κόμμα και τις παρένθετες προτάσεις:
Μα
κι εκείνη, καθώς άκουσα, την έχεις αρραβωνιασμένη. (Καρκαβίτσας)
Στην
αφήγηση μπαίνουν κόμματα στη θέση των εισαγωγικών ή μέσα στην αφήγηση σε λόγια
που δεν ανήκουν σ’ αυτή:
Εκείνη,
μας είπε ο Στέργιος σοβαρά και με συλλογή, ήταν η μεγαλύτερη τρομάρα μου.
(Εφταλιώτης)
Χωρίζουμε
με κόμμα τις ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή δευτερεύουσες, όταν είναι ασύνδετες:
Αίνιγμα
δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα. [Άφησα να μην ξέρω, Κική Δημουλά]
Όταν
η σύνδεση είναι συμπλεκτική ή διαχωριστική, δε χρειάζεται συνήθως κόμμα. Όταν είναι αντιθετική μπορεί αυτό να μπαίνει, ιδίως
όταν είναι μεγάλη:
Ερχόταν
συχνά σπίτι και τότε το σπίτι βούιζε από τραγούδια.
Είναι
μικρός μα χειροδύναμος.
Δε
χρειάζεται συνήθως κόμμα πρόταση που εισάγεται με το παρά σα δεύτερος όρος
σύγκρισης (εκτός αν είναι πολύ μεγάλη):
Κάλλιο
αργά παρά ποτέ.
Σε
διάφορες ωστόσο περιστάσεις μπαίνει κόμμα και πριν από το και.
Αυτό γίνεται:
α) όταν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση:
Αυτό γίνεται:
α) όταν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση:
Ο
πατέρας γύρισε στο σπίτι όταν έκλεισε το γραφείο, και η μητέρα έστρωσε το
τραπέζι.
β) όταν το και ενώνει όλα τα προηγούμενα με τα
παρακάτω ή τα ενώνει με διαφορετικό τρόπο:
Τέτοιος
πόλεμος είναι τίμιος και φυσικός, και δεν έχεις να πεις τίποτα.
Μα
την άλλη μέρα σηκώθηκε φουρτούνα κι έπνιξε τα εκατό καράβια και χάθηκε το
χρυσάφι, και ο γεροβασιλιάς έμεινε φτωχός με τις δυο του έμορφες κόρες
άπροικες. (Π. Δέλτα)
γ) όταν με το κόμμα διευκολύνεται το σωστό
διάβασμα:
Ζητώ
την άδεια να ρίξω κι εγώ, και ο Ερμογένης μου το επιτρέπει.
Οι
παραπάνω κανόνες για το κόμμα, όπως και οι κανόνες για τη στίξη γενικά, δεν
είναι απόλυτοι. Κάποτε παραλείπουμε ένα κόμμα που
κανονικά θα έπρεπε να μπει, ή θέτουμε κόμμα εκεί που κανονικά θα παραλειπόταν,
για ν’ αποφύγουμε παρεξηγήσεις.
Στη
φράση: «Όμορφη και ψηλή, με πολύ μαύρα μαλλιά, γυαλιστερά, και
φλογερά μάτια», το κόμμα είναι απαραίτητο μετά τη λέξη γυαλιστερά, μολονότι
ακολουθεί και, γιατί αλλιώς θα μπορούσε κανείς να το συνάψει με τα μάτια.
Χωρίς
κόμμα δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει αμέσως φράσεις καθώς η ακόλουθη:
Αντίς
ν’ απλώσουνε χέρι αδερφικό μαχαίρι κρύβουνε στον κόρφο τους.
Κάποτε
υπάρχει διαφορά στην ίδια φράση ανάλογα με τη θέση που έχει το κόμμα: Καλά, θα πάμε. // Καλά θα πάμε.
Το
κόμμα δεν έχει μόνο λογική αξία. Το χρησιμοποιούμε για λόγους εκφραστικούς,
λ.χ. για να κάμουμε τον αναγνώστη να προσέξει μια λέξη ή φράση.
Η
χρήση του κόμματος είναι αδύνατο να κανονιστεί παντού. Όχι μόνο γιατί δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλες
οι περιπτώσεις, αλλά και επειδή τη χρήση του τη ρυθμίζει η υποκειμενική κρίση
εκείνου που το γράφει και το είδος των γραφομένων. Έχει κάποια αντιστοιχία με
τον τόνο της φωνής. Η σωστή χρήση δεν αποκλείει άλλωστε την ελαστικότητα στην
έκτασή της και αυτή απόκειται στην προσωπική εκτίμηση.
Στον
ποιητικό λόγο μάλιστα μπορεί να παραλείπεται, ακόμη κι όταν η χρήση του θα ήταν
θεμιτή.
Θ’
άρπαζα θα έδιωχνα θ’ ανέβαζα
θα
ποδοπατούσα θα φοβέριζα θα σκόρπιζα θα νόμιζα
θα
γκρέμιζα και σε τρεις μέρες θα ξανάχτιζα
θα
με τρέμαν οι στερήσεις. [Η ταχεία ανάρρωση της απληστίας, Κική Δημουλά]
Το ερωτηματικό
Το
ερωτηματικό σημειώνεται στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης:
Τι
γίνεσαι; / Γιατί δε με περίμενες;
Είμαι
έτοιμη; Να σφίξω καλά τη δειλία μου
μην
πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφασή μου. [Γόπα στα χείλη φουγάρων, Κική
Δημουλά]
Δε
σημειώνεται ερωτηματικό στην πλάγια ερώτηση:
Με
ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα. / Δεν έμαθα που πήγε.
Σε
φράσεις όμως όπως «Ξέρεις που πήγε;», πρέπει να μπαίνει ερωτηματικό, για την
ευθεία ερώτηση (ξέρεις;) που έχει εξαρτημένη την πλάγια.
Σε
σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι
ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση:
Θέλεις
να σέρνεσαι πάντα ορφανή,
μονάχη
σου, έρημη τη νύχτα να ‘σαι,
να
‘χης κρεβάτι σου λιθάρια, γη; (Βαλαωρίτης)
Μα
όταν οι ερωτήσεις είναι χωριστές, σημειώνεται ερωτηματικό στην καθεμιά:
Είναι
η χαρά σου, ο πόνος σου; Είναι καρδιά; Είσαι εσύ;
Αν
είσαι νους, θυμήσου με. Στόμα είσαι; μίλησέ μου.
-
Του ασάλευτου είμαι σάλεμα, του τίποτε αστραπή. (Κ. Παλαμάς)
Το
ερωτηματικό σε παρένθεση δείχνει ειρωνεία, την αμφιβολία μας για την αξιοπιστία
ή γενικά για κάτι που αναφέρουμε κτλ.:
Καμάρωνε
πως ήταν ο καλύτερος (;) ποδοσφαιριστής.
Το
ερωτηματικό, όπως και το θαυμαστικό, δεν έχει μόνο λογική αξία, αλλά και
συναισθηματική. Μέσω αυτού μπορούν να δηλωθούν διαφορετικές νοηματικές χροιές
εμπλουτίζοντας την πρόταση ανάλογα με τη στάση μας απέναντι στο μεταδιδόμενο
μήνυμα. Μπορεί έτσι να εκφράσει με τρόπο εντονότερο το ενδιαφέρον ή τον
προβληματισμό του γράφοντος, να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει μια παράκληση ή
την αμφισβήτηση.
Το θαυμαστικό
Το
θαυμαστικό σημειώνεται ύστερα από τα επιφωνήματα και από κάθε επιφωνηματική φράση που εκφράζει
θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, φόβο, φρίκη, πάθος, ειρωνεία, ένα ξαφνικό συναίσθημα,
προσταγή:
Οχ!
Ντροπή! Μακάρι! Σταθείτε!
Ο
ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού
τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο
Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’
ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα
σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. [Ο Δαρείος, Καβάφης]
Το
θαυμαστικό σημειώνεται ακόμη για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο
ή ανόητο που ακούσαμε:
Φαντασίες!
/ Τι αλλόκοτος άνθρωπος!
Πρέπει
να σημειώνεται θαυμαστικό και σε προτάσεις τύπου ερωτηματικού αλλά στην πραγματικότητα
επιφωνηματικές:
Και
πιστεύεις κι εσύ σε τέτοια πράγματα! / Που καταντήσαμε!
Κάποτε
σημειώνεται θαυμαστικό μέσα σε παρένθεση για να δείξει απορία:
Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα στην Πάρνηθα (!).
Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα στην Πάρνηθα (!).
Το
θαυμαστικό και το ερωτηματικό σημειώνονται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκουν
στα λόγια που κλείνονται σ’ αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκουν στο κείμενο που
εισάγει τα ξένα λόγια:
«Που
πάμε;» ρώτησε. / Αλλά: Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το «μολών λαβέ»!
Το
θαυμαστικό μπορεί να εκφράζει τον εντυπωσιασμό, την ανησυχία ή και την ειρωνεία
του γράφοντος.
Η διπλή τελεία
Η
διπλή τελεία μπαίνει για να δείξει τη στενή σχέση μερών του λόγου που τα
χωρίζει. Αυτό γίνεται:
α) Εμπρός από τα λόγια που αναφέρονται κατά
λέξη και που κλείνονται σε εισαγωγικά:
Ο
Χριστός είπε: «ἀγαπᾶτε
τούς ἐχθρούς ὑμῶν».
Κι
εσύ τι κάθεσαι;
Καιρός
να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να
γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιος
ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρός
να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο». [Οι αποδημητικές «Καλημέρες», Κική Δημουλά]
β) Εμπρός από μια απαρίθμηση, μια ερμηνεία, ένα
επακόλουθο:
Και
το αποτέλεσμα: έχασε όλα του τα λεφτά.
Φωνάζω
τη στάχτη
να
με ξαρματώσει.
Καλώ
τη στάχτη
με
το συνθηματικό της όνομα: Όλα. [Απροσδοκίες, Κική Δημουλά]
Το
αυστηρώς φρουρούμενο μέλλον
κι
η αρπαγή του στο τέλος
απ’
αυτό:
Το
ανώφελο. [Τύχη κοινή, Κική Δημουλά]
γ) Έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό,
παροιμία:
Η
παροιμία λέει: άκουγε πολλά και λέγε λίγα.
Η παρένθεση
Η
παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν’ απομονώσει λέξη ή φράση ολόκληρη
που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα αλλά και που μπορεί να παραληφθεί:
Η
βάρκα (ακόμα τρέμω που το θυμάμαι) χτύπησε ξαφνικά στην ξέρα.
Ωστόσο,
ό,τι περικλείεται στην παρένθεση μπορεί να δίνει μια επιπλέον πληροφορία ή να
λειτουργεί ως σχόλιο, κάποτε ειρωνικό:
Και
τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η
μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και
φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και
πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που
ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και
σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. [Η Σατραπεία, Καβάφης]
Κι
όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν—
όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου,
άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’
ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι
της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον
ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν. [Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών, Καβάφης]
Ο
Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό
δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό
δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν
καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον
ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί. [Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας,
Καβάφης]
Μέσα
σε παρένθεση αναγράφονται συχνά οι παραπομπές:
Το
γράμμα ἀποκτείνει, το δε πνεῦμα ζωοποιεί, είπε ο Παύλος (Προς Κορινθίους Β΄ 3.6).
Η
παρένθεση μπορεί ν’ ακολουθεί ή και να έχει κατόπιν της άλλη στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν’ αρχίζει με κεφαλαίο.
Η
τελεία μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση, όταν η παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο.
Κάποτε
χρησιμοποιούμε την ορθογώνια παρένθεση που λέγεται και αγκύλες [ ], ιδίως σ’ επιστημονικές μελέτες ή όταν τύχει να
χρειαστεί μια νέα παρένθεση μέσα σε μια άλλη ήδη αρχινισμένη:
Το
ερωτηματικό γιατί (ακόμη και όταν βρίσκεται σε πλάγιο λόγο, αν και τότε ο τόνος
είναι αλλιώτικα χρωματισμένος [πρβλ. γιατί έφυγε; και δεν καταλαβαίνω γιατί
έφυγε]), διαφορετικό από το αιτιολογικό γιατί.
Τα αποσιωπητικά
Τα
αποσιωπητικά δείχνουν πως αποσιωπούμε κάτι, δηλ. πως η φράση έμεινε ατελείωτη
από συγκίνηση, ντροπή ή γι’ άλλο λόγο,
κάποτε επειδή κρίνουμε περιττό να την αποτελειώσουμε, κάποτε από περιφρόνηση,
απειλή, ή στο διάλογο, όταν κόβει την ομιλία ο συνομιλητής:
Αποφάσισα
να μη λέω τη γνώμη μου και να εκτελώ πιστά όσα μου παράγγελνε. Η κριτική, ε, η
κριτική θα γινόταν αργότερα∙ το αιώνιο... [Αριάγνη, Στρατής Τσίρκας]
Πότιζε
συ τη γλάστρα
κι
άσε να κλαίω επειδή... [Μαύρη γραβάτα, Κική Δημουλά]
Κάποτε
χρησιμοποιούμε τ’ αποσιωπητικά σε δισταχτική ομιλία, χωρίς ν’ αποσιωπούμε
τίποτα, για να τονιστεί εκείνο που θ’
ακολουθήσει, κάτι απροσδόκητο κτλ., και να προσέξει ο αναγνώστης καλύτερα.
Εκείνη
του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά...
Μόλις
θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
A
ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί. [Μακρυά, Καβάφης]
-
Τ’ αποσιωπητικά, ιδίως μετά το θαυμαστικό ή το ερωτηματικό, δείχνουν κάποτε ένα
σταμάτημα στην ομιλία.
-
Τ’ αποσιωπητικά δίνουν κάποτε την αίσθηση πως κάτι υπονοείται, πως γίνεται δηλ.
υπαινιγμός σε κάτι, ή πως ο γράφων δεν μπορεί ή δε θέλει να ολοκληρώσει τη
φράση του. Είναι συνάμα κι ένα ακόμη σημείο στίξης που μπορεί να δηλώσει την
ειρωνεία.
Η παύλα
Η παύλα
σημειώνεται:
1.
Στο διάλογο, για να δείξει την αλλαγή του προσώπου που μιλάει.
–
Ουχί, Άννα, είπεν ο γέρων. Ταύτην την υπέρτατην υπηρεσίαν οφείλεις εις τον
πατέρα σου∙ και βίας αν έχη ανάγκη η καρδιά σου, πρέπει να την βιάσης.
–
Φίλτατε πάππε, είπεν η Άννα, και δάκρυ ανέβρυεν ήδη εις τον κανθόν του οφθαλμού
της, όταν βιάζης του ρόδου τον κάλυκα, τον μαραίνεις, δεν τον ανοίγεις. [Ο
Αυθέντης του Μωρέως, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής]
2. Για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των
προηγούμενων με τ’ ακόλουθα:
Θέλουν
– μα δε βολεί να λησμονήσουν. (Μαβίλης)
Κατάκοπο
το χέρι σου απ’ το βαρύ σινιάλιο,
–
να καλείς τον άλλον να χρειάζεσαι,
κίνηση
εξαντλητική ακόμα και για όνειρο
που
κάνει πάντα τα στραβά
μάτια
στις ταπεινώσεις. [Προπορεύσου, Κική Δημουλά]
3. Για να δειχτεί απότομη αλλαγή ή ανακολουθία
στη φράση:
Είδα
τ’ άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές – κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια
καλή πράξη έναν καιρό. (Παπαντωνίου)
Κατ’
επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω
συνδιάζω
αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο,
βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα
δύο μαζί ενώνω – το ζω το αφήνουμε έξω
για
μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός. [Γράψε λάθος, Κική Δημουλά]
4. Ύστερα από την τελεία, για να γίνει
μεγαλύτερο σταμάτημα. Συνήθως αρχίζει τότε και νέα παράγραφος. [Σημείωση:
Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε εντελώς το
ζήτημα.]
Μπορούμε
να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι
Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι
να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί
μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.— [Ο Δαρείος, Καβάφης]
5. Κάποτε για να υποδηλωθεί πως η φράση έμεινε
ατελείωτη, όπως γίνεται και με τ’ αποσιωπητικά.
Η διπλή παύλα
Η
διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να ενταχθούν στο κείμενο στοιχεία που επεξηγούν
ή συμπληρώνουν το μεταδιδόμενο νόημα, τα οποία θεωρούνται πάντως αναγκαία για
την πληρέστερη απόδοση του νοήματος.
Τα εισαγωγικά
Τα
εισαγωγικά χρησιμοποιούνται:
1. Στην αρχή και στο τέλος των λόγων τρίτου
προσώπου που μνημονεύονται κατά λέξη. Συνήθως στην περίπτωση αυτή
σημειώνεται πριν από τα εισαγωγικά διπλή τελεία.
Τα
ξένα λόγια που αναφέρονται σε εισαγωγικά πρέπει ν’ αναφέρονται ακριβώς όπως
ειπώθηκαν.
Για
τες θρησκευτικές μας δοξασίες —
ο
κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων».
Τάχατες μας εκμηδένισε
με
το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος. [Ουκ έγνως, Καβάφης]
2. Στο διάλογο, για να κλείσουν μέσα τους τα
λόγια προσώπων που μιλούν, ιδίως όταν δεν μεσολαβεί η παύλα για να χωρίσει
τα λόγια του καθενός.
3.
Για να ξεχωρίσουν κάτι, ρητά, φράσεις ή λέξεις που δεν ανήκουν στη συνηθισμένη
γλώσσα:
Το
«δεν άκουσα» που επικαλέστηκαν δε φτάνει για δικαιολογία.
Πες
«στιγμή»,
που
φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην
τη σώζεις,
πες
«δεν
άκουσα». [Η περιφραστική πέτρα, Κική Δημουλά]
Κι
ακόμα τρεις θρηνητικές φορές
όταν
τα θέματα σουρούπωσαν,
κι
ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερνά
απογεύματα»
και
όλον εσένα Κυριακή
που
είναι πάντα δύσκολη. [Κυριακή απόγευμα, Κική Δημουλά]
4. Σε τίτλους βιβλίων, θεατρικών έργων,
εφημερίδων, σε ονόματα πλοίων, σ’ επιγραφές κτλ.
Εκεί
που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’
αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους
φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει. [Ο Δαρείος, Καβάφης]
Σημείωση: Τα εισαγωγικά είναι περιττά σε λέξεις που τυπώνονται
με γράμματα διαφορετικού ρυθμού.
-
Όταν χρειάζονται, μέσα στο κείμενο που κλείνεται με εισαγωγικά, άλλα
εισαγωγικά, χρησιμοποιούμε για δεύτερα τα διπλά κόμματα “ ”.
-
Το κτλ. που προσθέτουμε, όταν παραλείπουμε το τέλος των ξένων λόγων των
κλεισμένων στα εισαγωγικά, μπαίνει απ’ έξω τους∙ τ’ αποσιωπητικά από μέσα.
-
Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, άμα χρειάζεται, η τελεία και η άνω
τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των εισαγωγικών
τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα.
Τα
εισαγωγικά μπορούν να λειτουργήσουν επίσης ως ειρωνικό σχόλιο, ως ένδειξη απαξίωσης ή ως ένδειξη πως η φράση ή η
λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά.
Σε
λογοτεχνικά κείμενα η χρήση ή η απουσία σημείων στίξης αξιοποιείται για να
μεταδώσει κάποτε τη συναισθηματική κατάσταση του ομιλούντος προσώπου. Για παράδειγμα, στο ακόλουθο απόσπασμα από το
μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου «Το κιβώτιο», παρατηρούμε πως απουσιάζουν
οι τελείες. Στοιχείο που σηματοδοτεί τη συναισθηματική ανάγκη του ήρωα να
συμπληρώσει γρήγορα την απολογία του με όσα έχει στη σκέψη του, όπως ακριβώς
του έρχονται στο νου, χωρίς να νοιάζεται για τη συντακτική δομή του λόγου του
(εσωτερικός μονόλογος).
«Πίνοντας
το τσάι, συζητάγαμε με τον Χριστόφορο τις δύο πρώτες πράξεις, σαν θεατές που
συζητάνε στο αναψυκτήριο του θεάτρου (ενώ ο Αλέκος δεν έλεγε τίποτα, λες και
βρισκότανε κάπου στα παρασκήνια και περίμενε να πέσει η τελευταία αυλαία για να
υποκλιθεί μπροστά στο κοινό, που θα χειροκροτούσε ενθουσιασμένο – ή μάλλον όχι,
εμένα μου πέρασε τότε αυτή η σκέψη, ο Αλέκος μου εξήγησε αργότερα πως δε θα
πήγαινε καν στην πρεμιέρα αν παιζότανε ποτέ το έργο του, την έβρισκε τελείως
παράλογη αυτή τη συνήθεια να χειροκροτάνε τον συγγραφέα τη βραδιά της επίσημης
πρεμιέρας, τι νόημα είχε κι αν είχε νόημα, γιατί δεν τον καλούσαν στη σκηνή και
κάθε βράδυ ή μάλλον απόγευμα και βράδυ και το κυριότερο δεν του άρεσε του
Αλέκου όλη αυτή η ιστορία, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να βγαίνει
στη σκηνή και να υποκλίνεται, φορώντας μάλιστα και το σκούρο κοστούμι του ή
έστω κι ένα πουκάμισο με ανοιχτό γιακά κι ανασκουμπωμένα τα μανίκια, τι σημασία
έχει, έστω και προλεταριακή, δεν του άρεσαν καθόλου όλα αυτά) και συζητάγαμε
λοιπόν με τον Χριστόφορο και συμφωνούσαμε και μάλιστα ο Χριστόφορος
υπερθεμάτιζε θυμάμαι κι έλεγε πως η «Σιωπή», ως τη δεύτερη πράξη τουλάχιστον,
είναι ένα έργο που του λείπει η πολιτική σαφήνεια, δεν ξέρεις αν στρέφεται
εναντίον του ιταλικού φασισμού ή του γερμανικού ναζισμού, δεν ξέρεις αν οι
ήρωές του είναι οργανωμένοι στο Κόμμα ή στο ΕΑΜ ή έστω και στον ΕΔΕΣ,
αντιλαμβάνεσαι μόνο ότι ζούνε κάτω από ξένη κατοχή, ή μάλλον ούτε κι αυτό, μα
απλώς και μόνο κάτω από καθεστώς αστυνομοκρατίας, πράγμα που δεν είναι καθόλου
αρκετό για να χαρακτηρίσουμε το έργο αντιστασιακό, έλεγε ο Χριστόφορος, κι εγώ
συμφωνούσα μαζί του, υπερθεματίζοντας και βουτώντας το παξιμάδι μου στο τσάι,
να μαλακώσει μια στάλα, που ήταν ίδιο πέτρα και σαν άρχισα θυμάμαι να μασάω, θυμήθηκα
πως είχα έρθει εδώ, στο σπίτι του Αλέκου, όχι για να τον δω, μα για να ελέγξω
την απορία του, μα αποδείχτηκε πως ο έλεγχος εκείνος ήτανε τελείως περιττός και
άχρηστος, γιατί η γραμμή της Οργάνωσης (που εγώ αγνοούσα) ήταν να εγγράψουμε
όσο το δυνατόν περισσότερους σπουδαστές στο συσσίτιο, να φάνε τα τρόφιμα,
δεδομένου ότι έτσι κι αλλιώς θα μας τα παίρνανε οι Γερμανοί, μα εγώ το σκέφτηκα
και το ζύγισα από χίλιες μεριές και πήγα τελικά να του κάνω έλεγχο και όταν μου
άνοιξε ο Αλέκος και μπήκα στο πρώτο δωμάτιο, άρχισα να περιεργάζομαι τον χώρο,
σα να τον έβλεπα για πρώτη φορά.»
Πηγές:
Νεοελληνική
Γραμματική της δημοτικής, Μανόλη Τριανταφυλλίδη
Γραμματική
της Νέας Ελληνικής, Χρήστου Κλαίρη – Γιώργου Μπαμπινιώτη
latistor.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου